- στεφανοχάρτι
- το, Νεπίσημο έγγραφο με το οποίο επικυρώνεται η πράξη τού γάμου, πιστοποιητικό γάμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανο + χαρτί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεφανωτικός — ή, ό / στεφανωτικός, ή, όν, ΝΑ [στεφανωτής] το ουδ. ως ουσ. το στεφανωτικό(ν) χρήματα που έχουν οριστεί με διαθήκη για το στεφάνωμα τάφου νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η στεφανωτική η νόμιμη σύζυγος, η παντρεμένη με στεφάνι, στεφανωμένη 2. το ουδ.… … Dictionary of Greek